- ὁπλάριον
- ὁπλ-άριον [pron. full] [ᾰ], τό, Dim. of ὅπλον, IG11(2).190 A23 (Delos, iii B. C.), Supp.Epigr.4.447.44(Didyma, ii B. C.), Plu.Flam.17, IGRom.4.1318 (Tamasus, Lydia).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλάριον — ὁπλάριον, τὸ (Α) [όπλο] μικρό όπλο … Dictionary of Greek
ὁπλαρίοις — ὁπλάριον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁπλάρια — ὁπλάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… … Dictionary of Greek